- ιατροδικαστικός
- -ή, -όαυτός που έχει σχέση με τον ιατροδικαστή: Ιατροδικαστική εξέταση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιατροδικαστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιατροδικαστή («ιατροδικαστική εξέταση τού πτώματος») 2. το θηλ. ως ουσ. η ιατροδικαστική κλάδος τής ιατρικής που βοηθά τη δικαιοσύνη σε ζητήματα αστικού και ποινικού δικαίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιατροδικαστής … Dictionary of Greek